- ηφαίστειος
- εία, ον1) вулканический; относящийся к вулкану, происходящий от вулкана;
ηφαίστεία σποδός — пепел вулкана;
2) миф относящийся к Гефесту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηφαίστεία σποδός — пепел вулкана;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἡφαίστειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειος — α, ο (Α Ἡφαίστειος, εία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω τού οποίου διοχετεύεται το… … Dictionary of Greek
Ἡφαιστείων — Ἡφαίστειος fem gen pl Ἡφαίστειος masc/neut gen pl Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαιστείως — Ἡφαίστειος adverbial Ἡφαίστειος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστειον — Ἡφαίστειος masc acc sg Ἡφαίστειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαιστείοις — Ἡφαίστειος masc/neut dat pl Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαιστείου — Ἡφαίστειος masc/neut gen sg Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαιστείους — Ἡφαίστειος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαιστείῳ — Ἡφαίστειος masc/neut dat sg Ἡφαιστεῖον temple of Hephaestus neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστεια — Ἡφαίστειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek